ανατροφή

ανατροφή
Η επιμέλεια για τη σωματική και διανοητική υγεία του παιδιού, τη διάπλαση του χαρακτήρα και του πνεύματός του, την επαγγελματική του εκπαίδευση και τη διαφύλαξή του από κάθε κίνδυνο. Την ανατροφική εξουσία εξασκούν οι γονείς. Από την υποχρέωση της α. δεν μπορεί να παραιτηθεί αυτός που έχει τη γονική εξουσία (πατέρας ή μητέρα ή τρίτο πρόσωπο) ούτε να τη μεταβιβάσει σε άλλον. Η γονική εξουσία υπάρχει όταν τα παιδιά είναι ανήλικα ή δεν έχουν χειραφετηθεί. Μετά την ενηλικίωσή τους τα παιδιά γίνονται ανεξάρτητα. Όταν και οι δύο γονείς έχουν εκπέσει από το δικαίωμα της γονικής εξουσίας, τότε αποφασίζει το δικαστήριο για την επιτροπεία των ανήλικων τέκνων, οι γονείς όμως διατηρούν το δικαίωμα επικοινωνίας μαζί τους. Τα παιδιά είναι υποχρεωμένα να δέχονται τη γονική εξουσία και α. από τους γονείς τους. Οι τελευταίοι έχουν δικαίωμα από τον νόμο να επιβάλλουν σωφρονιστικές ποινές στα ανήλικα παιδιά τους που για διάφορους λόγους αρνούνται να υπακούσουν στη γονική εξουσία και α. Αρμόδιος πάντως να κρίνει τις διαφορές αυτές και να επιβάλει νομικές κυρώσεις είναι ο ειρηνοδίκης. Αλλά και οι γονείς είναι δυνατόν να τιμωρηθούν με βάση τον νόμο για κατάχρηση της ανατροφικής εξουσίας, όπως επίσης και για ορισμένες άλλες πράξεις τους απέναντι στα παιδιά, για παράδειγμα αιμομειξία, μαστροπεία κλπ. Την επιτροπεία πάντως του ανήλικου μπορεί να χάσουν οι γονείς αν: α) είναι ανήλικοι, β) είναι δικαστικώς απαγορευμένοι, γ) έχουν πτωχεύσει και δεν αποκαταστάθηκαν, δ) έχουν καταδικαστεί για κακούργημα ή πλημμέλημα κλπ. Όταν οι γονείς βρίσκονται σε διάσταση ή έχουν χωρίσει, τότε το δικαστήριο αποφασίζει σε ποιον από τους δύο θα ανατεθεί η επιμέλεια των παιδιών. Κανονικά, η επιμέλεια ανατίθεται στον αναίτιο από τους δύο, αυτό όμως κρίνεται ανάλογα με την περίπτωση από το δικαστήριο με βάση το συμφέρον των ανήλικων παιδιών. O υπαίτιος από τους συζύγους διατηρεί ωστόσο το δικαίωμα επικοινωνίας με αυτά.
* * *
η (AM ἀνατροφή)
η ενέργεια του ανατρέφω, φροντίδα για τη διατροφή και την εκπαίδευση ανηλίκων, αγωγή.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἀνατροφή — education fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανατροφή — η 1. το μεγάλωμα ενός ανήλικου: Ουσιαστικά την ανατροφή του την είχαν αναλάβει ο παππούς και η γιαγιά του. 2. ηθική και πνευματική διαπαιδαγώγηση του ανήλικου: Δυστυχώς η ανατροφή του δεν ήταν καθόλου φροντισμένη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀνατροφῇ — ἀνατρέφω bring up pres subj mp 2nd sg (epic) ἀνατρέφω bring up pres ind mp 2nd sg (epic) ἀνατρέφω bring up pres subj act 3rd sg (epic) ἀνατροφῆι , ἀνατροφεύς nurturer masc dat sg (epic ionic) ἀνατροφή education fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνατροφαῖς — ἀνατροφή education fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνατροφαί — ἀνατροφή education fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνατροφήν — ἀνατροφή education fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βρεφοκομία — η [βρεφοκόμος] 1. ανατροφή και περίθαλψη βρεφών 2. η επιστήμη που ασχολείται με την περίθαλψη και την ανατροφή των βρεφών …   Dictionary of Greek

  • θρέπτρα — (I) θρέπτρα, ἡ (Α) τροφός. [ΕΤΥΜΟΛ. Θηλ. τού θρεπτήρ αντί θρέπτειρα]. (II) θρέπτρα, τὰ (Α) 1. η αμοιβή που έδιναν οι γονείς για την ανατροφή τών παιδιών τους 2. η ανταμοιβή τών γονέων από τα παιδιά τους για την ανατροφή τους. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρέφω… …   Dictionary of Greek

  • παΐδι — Από βιολογική άποψη θεωρείται π. ο άνθρωπος από τη γέννησή του μέχρι τα 9 του χρόνια ή και μέχρι τα 11 14, ανάλογα με τους επιστήμονες οι οποίοι έχουν ασχοληθεί με το θέμα. Η επιστήμη που ασχολείται με το π. είναι σχετικά νέα. Οι αρχαίοι… …   Dictionary of Greek

  • παιδί — Από βιολογική άποψη θεωρείται π. ο άνθρωπος από τη γέννησή του μέχρι τα 9 του χρόνια ή και μέχρι τα 11 14, ανάλογα με τους επιστήμονες οι οποίοι έχουν ασχοληθεί με το θέμα. Η επιστήμη που ασχολείται με το π. είναι σχετικά νέα. Οι αρχαίοι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”